εὐωχίαι

εὐωχίαι
εὐωχία
good cheer
fem nom/voc pl
εὐωχίᾱͅ , εὐωχία
good cheer
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐωχίᾳ — εὐωχίαι , εὐωχία good cheer fem nom/voc pl εὐωχίᾱͅ , εὐωχία good cheer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συβαρίτης — ο, ΝΑ, θηλ. Συβαρίτισσα Ν και θηλ. Συβαρῑτις, ίτιδος, Α ο κάτοικος τής Συβάρεως («ἀνήρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος», Αριστοφ.) νεοελλ. ως προσηγ. συβαρίτης και συβαρίτισσα μτφ. 1. άνθρωπος φιλήδονος, τρυφηλός 2. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για… …   Dictionary of Greek

  • κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… …   Dictionary of Greek

  • νηφάλιος — α, ο (Α νηφάλιος, ία, ον, θηλ και ος) 1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος 2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός αρχ. 1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”